Ιωάννης Ορφανουδάκης: Περί Θρησκευτικού Όρκου

Print Friendly, PDF & Email

«Περί Θρησκευτικού Όρκου»

 

Του Ιωάννου Ορφανουδάκη (- Φώσκολου) OFS • Καθολική Δογματική Θεολογία, CSF •Ορθόδοξη Ποιμαντική, Κοινωνική Θεολογία και Θρησκειολογία, Φ. ΕΚΠΑ • Μέλος της Futurium δεξαμενής σκέψης (think tank) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βρυξέλλες , Μέλος της διοικούσας παράταξης του Δήμου Ζωγράφου «Ζωγράφου Ώρα Για Δουλειά» και της Νέας Δημοκρατίας

                Μου κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον τώρα που τελείωσαν οι τελετές παράδοσης παραλαβής των Δήμων σε όλη την χώρα και με δεδομένο ένα πρωτίστως (και από αυτή την σκοπιά και μόνον) θεολογικό ζήτημα θα προβώ σε μια όσο το δυνατόν λεπτομερή ανάλυση στο περί του “Θρησκευτικού Όρκου” ζήτημα εν πρώτοις των δημοτικών Αρχών και σε δεύτερο ενδεχομένως χρόνο των υπολοίπων πολιτικών και πολιτειακών Αρχών .

Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου βρέθηκα σε έξι(06) τελετές ανάληψης καθηκόντων δημάρχων και δημοτικών συμβούλων στις οποίες ενώ δεν προβλεπόταν συγκεκριμένο  Λειτουργικό και τυπικό Εθιμοτυπίας, ακολουθήθηκε ένα τέτοιο κατά περίπτωση και κατά το δοκούν.

                Σύμφωνα λοιπόν με την νομική επιστήμη όρκος είναι : Η υπόσχεση ή βεβαίωση που δίνεται με επίκληση Ιερού προσώπου ή αντικειμένου για το αληθές, την αλήθεια ή όχι κάποιου γεγονότος .

                Ο Θρησκευτικός όρκος, που αυτή η υπόσχεση δίνεται με την επίκληση του Θεού έχει την έννοια ότι η παραβίαση της ή ψεύτικη βεβαίωση της επισύρει την Θεία τιμωρία. Δεσμεύει δε άμεσα ή έμμεσα την τιμή και της προσωπικότητα ως ένα είδος δυνητικής αυτοκατάρας

                Ετυμολογικά η λέξη όρκος προέρχεται από το αρχαίο «Έρκος» που σημαίνει φραγμός. Η λέξη παράγεται από το ρήμα «είργω» δηλαδή περιορίζω, εμποδίζω όπως και η λέξη «ειρκτή» δηλαδή το μέσον δια τον όρκο. Έρκος, δηλαδή φραγμός και εμπόδιο ολοκληρώνουν την ετοιμολογία της λέξης.

Η ορκοδοσία, σύμφωνα µε το άρθρο 13 παράγραφος 5 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας αναθέτει την ρύθμιση στον κοινό νομοθέτη. Ο νομοθέτης είναι καταρχήν ελεύθερος να κρίνει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να επιβληθεί ο όρκος. Ο  κοινός νομοθέτης, υποκείμενος στις δεσμεύσεις είναι ελεύθερος να ορίζει το βεβαιωτικό περιεχόμενο του όρκου. ∆εν είναι, όµως, ελεύθερος  να επιβάλλει µόνο θρησκευτικό και όχι πολιτικό όρκο. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 13 παράγραφος 5  του Συντάγματος ορίζεται ότι κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς πρόβλεψη από σχετικό νόμο. Ο όρκος, κατά την κρατούσα άποψη, μπορεί ακόμα να επιβληθεί όχι µόνο µε τυπικό νόµο αλλά και µε κανονιστική πράξη της όποιας διοίκησης, αρκεί αυτή να υπάρχει(η κανονιστική πράξη)

Ο όρκος διακρίνεται σε δύο μορφές: Τον “βεβαιωτικό” (που εν προκειμένω μας είναι αδιάφορος) και τον “υποσχετικό” όρκο τον οποίο συναντάμε κατά κύριο λόγο στο χώρο της πολιτικής δικονομίας. Βεβαιωτικός όρκος λέγεται ο όρκος, με τον οποίο παρέχεται από τον ορκιζόμενο η διαβεβαίωση για την αλήθεια ή αναλήθεια κάποιου γεγονότος και σχετίζεται κυρίως με την αποδεικτική διαδικασία. Αντίθετα, ο υποσχετικός (που είναι και αυτός που μας ενδιαφέρει) στοχεύει στo να προσδώσει πανηγυρικότητα, δηλαδή στην βεβαίωση ότι ο ορκισθείς θα ασκεί πλέον νομικώς κατοχυρωμένα, νομίμως και φυσικά επαρκώς τα καθήκοντά του.

Στα πλαίσια  αυτά  ο όρκος που δίνεται από τους αιρετούς είναι  υποσχετικός όρκος αφού σε αυτόν εμπεριέχεται η υπόσχεση για την άρτια εκπλήρωση των καθηκόντων της / του / των με  την δέουσα πανηγυρικότητα .

Στην ελληνική έννομη τάξη δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνεται ο Όρκος στα νομοθετικά της κείμενα καθώς εδώ φαίνεται  η επιρροή της Εκκλησίας περί του  Όρκου όχι τόσο ως δεσμευτικού παράγοντα όσο ως πανηγυρικού. Με κυριότερο παράδειγμα το Σύνταγμα όπου ο Όρκος κατέχει εξέχουσα θέση.

Ο Κώδικας Πολιτικής δικονομίας, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο υπαλληλικός Κώδικας και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περιλαμβάνουν επίσης τον Όρκο στα κείμενά τους.

Όσον αφορά τους αιρετούς Α και Β Βαθμού ΟΤΑ δεν ορίζεται συγκεκριμένο τελετουργικό για την ορκωμοσία τους παρά μόνο το περιεχόμενο του Όρκου καθώς όσοι αιρετοί το επιθυμούν δίνουν τον προβλεπόμενο όρκο ενώπιον του Ιερού Ευαγγελίου ή αν κάποιος αιρετός πιστεύει σε θρησκεία ή δόγμα που επιβάλλει ίδιο τύπο όρκου, τότε, εφόσον το επιθυμεί, ο όρκος δίδεται κατά τον τύπο αυτό (πχ ενώπιον του κορανίου). Επίσης, εάν κάποιος αιρετός δεν πιστεύει σε καμία θρησκεία ή σε θρησκεία που δεν επιτρέπει όρκο (και εδώ τίθεται η ουσία του ζητήματος που αναλύεται στο παρόν , δηλαδή του Θρησκευτικού Όρκου), δηλώνει τα παρακάτω αναφερόμενα στον όρκο αντικαθιστώντας την λέξη ορκίζομαι ,με τις λέξεις “δηλώνω στην τιμή και τη συνείδησή του …”

Διαβάζοντας τα ανωτέρω και  δη την επιρροή της Εκκλησίας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτός καλώς προβλέπεται. Αυτόματα όμως προκύπτει το ζήτημα  της  συμβατότητας μεταξύ του χριστιανού και  και της ορκοδοσίας. Για να καταλήξει κανείς σε ένα ασφαλές και τεκμηριωμένο  συμπέρασμα σχετικά με αυτή την συμβατότητα  οφείλει  να μελετήσει τις πηγές τόσο της παλαιάς όσο και της Καινής διαθήκης καθώς και τις Οικουμενικές  και άλλες Συνόδους , όπως και την Ιερά Παράδοση (πηγές που αποτελούν το θεμέλιο της χριστιανικής θεολογίας άρα του δόγματος). Πρέπει εδώ  να σημειωθεί  ότι οι  άξονες της χριστιανικής πίστης και  Θεολογίας   δηλαδή  η διδασκαλία της προέρχεται από αυτές τις δύο πηγές: την Αγιά Γραφή και την Ιερά Παράδοση, μέσω της οποίας εν τέλη  ερμηνεύεται  η πίστη και καμία εκ των δυο πηγών απομονωμένη δεν αποτελεί  για  τον χριστιανό κριτήριο εξαγωγής συμπεράσματος πολύ περισσότερο θεολογίας της πίστης .

Σε αντίθεση με τον Προτεσταντισμό, που στηρίζεται γενικά μόνο στην Αγία Γραφή ως αποκλειστική και έσχατη δογματική αρχή (sola scriptura) οι δυο κλάδοι του Χριστιανισμού (ανατολικός και δυτικός – Ορθόδοξη και Καθολική Εκκλησία) βασίζονται εξίσου στην Ιερά Παράδοση, ένα ευρύ όρο που περιλαμβάνει εκτός της Αγίας Γραφής , τα Διατάγματα, Όρους , Κανόνες  των επτά(07) Οικουμενικών Συνόδων, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς επίσης τους Ιερούς Κανόνες των τοπικών Συνόδων, τα λειτουργικά κείμενα και άλλες πρωτο-χριστιανικές ή νεότερες πηγές. Η πίστη της Εκκλησίας ,(εν προκειμένω της Ανατολικής και Δυτικής ) όσον αφορά στην Ιερά Παράδοση στηρίζεται στο λόγο του Παύλου: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ἐπιστολῆς ἡμῶν.» Β Θεσσαλονικείς 2.15

Εμβαθύνοντας πλέον στο κατά πόσο  ο Χριστιανός ενώπιων των Αρχών ή στις μεταξύ ανθρώπων σχέσεις του επιτρέπεται να ορκίζεται θα μπορέσαμε να πούμε ότι στην Παλαια Διαθήκη ο Όρκος ήταν κάτι το επιτρεπτό πλην  όμως έχουμε τις πρώτες απαγορεύσεις από τον προφήτη Ωσηέ, ο οποίος αναφέρει: «Μη ομνύετε ζώντα Κύριον» .

  Σχετικά με το θέμα αυτό, η Παλαιά Διαθήκη ασχολείται σε πολλά χωρία της όπως στο «Λευϊτικόν» όπου αναφέρεται : «Δεν θέλετε ομνύει εις το όνομά του ψευδώς, και δεν θέλεις βεβηλώνει το όνομα του Θεού σου, ή στο Βιβλίο της «Έξοδου» όπου τονίζεται «Μη λάβεις το όνομα του Θεού σου επί ματαίω, διότι δεν θέλει αθωώσει ο Κύριος τον λαμβάνοντα επί ματαίω το όνομα αυτού» Τέλος στο «Δευτερονόμιο», του «Λευϊτικού» όπου αναγράφεται επιπλέον ότι «Εάν τις … ομόσει ψευδώς περί τίνος εκπάντων όσα πράττει ο άνθρωπος, ώστε να αμαρτήσει εις αυτά … θέλει αποδώσει … παν εκείνο περί του οποίου ώδοσε ψευδώς … »

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναλύοντας αυτό το ζήτημα στην Παλαια Διαθήκη  επισημαίνει σχετικά: «Ηξεύρωμεν ότι εις την Παλαιάν Γραφήν εσυγχωρούντο οι αληθείς και νόμιμοι όρκοι. Ναι εσυγχωρούντο, μα όχι ενομοθετούντο. Εσυγχωρούντο διά την ατέλειαν και νηπιότητα των Ιουδαίων προς αποφυγήν της ειδωλολατρίας.

Στην Καινή Διαθήκη έχουμε θα μπορούσε κανείς να πει πως υπάρχει, μια συνολική αλλαγή της στάσης απέναντι στον Όρκο και την «Δόση» του αφού αυτή φαίνεται να απαγορεύεται ρητά Σειρά χωρίων  και στην Καινή Διαθήκη μας μεταφέρουν την απαγόρευση αυτή .

Το θέμα του Όρκου  έλαβε πρωτεύουσα θέση στη διδασκαλία του Κυρίου μας , ο οποίος κατά την επί του Όρους Ομιλία, αναφέρει  στα απαγορεύοντα την επιορκία, όχι όμως και τον όρκο εν πρώτοις, που όμως από τα παραταθέντα κείμενα της Αγίας Γραφής, σαφώς η απαγόρευση του όρκου μας δίνεται ως εντολή (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον κεφ. ε.) Είναι δε γνωστή η ρήση του Ευαγγελίου : «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις,αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως . έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου, το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν» και πάντα ταύτα «ίνα μη ύπο κρίσην πέσητε».

Ο Ίδιος πλέον ο Κύριος μας Ιησούς  Χριστός παραγγέλλει: «μη ομόσαι όλως», ενώ ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος παραγγέλλει και αυτός : «προ πάντων αδελφοί μου, μη ομνύετε».

Αναφέρει πάλι σχετικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγειορητης αναλύοντας τα σχετικά χωρία : «Το θείον Ευαγγέλιον με στερεάν απόφασιν, όχι μόνον εις του Θεού το όνομα δεν συγχωρεί να ομόση τινάς, αλλ’ ουδέ την ιδίαν του κεφαλήν, προστάζων ότι, αν δεν περισσεύση η δικαιοσύνη μας περισσότερον από την των Γραμματέων και Φαρισαίων, και απλώς την του Νόμου, δεν δυνάμεθα να εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών.»

Με το ζήτημα της απαγόρευσης του όρκου ασχολήθηκαν και οι  Οικουμενικές Σύνοδοι, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν κατά την Βυζαντινή περίοδο  τη συνήθεια επίκλησης του όρκου ακόμη και στην περίπτωση που αυτός ήταν αληθινός και αφορούσε σπουδαία ζητήματα.

                Σε απολυτή συμφωνία με την Καινή Διαθήκη βλέπουμε πως και οι Πατέρες της  Εκκλησίας ορίζουν  και αυτοί την σειρά τους το ασύμβατο του Θρησκευτικού Όρκου και των Χριστιανών. Μεταξύ άλλων οι :

Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος μας λέει : «Όρκου τι χείρον; Ουδέν , ενώ ο Μέγας Βασίλειος: «Καθ’ άπαξ μεν όρκος απαγορεύεται. (ΚΘ’ Κανών Μ. Βασιλείου)

Ο Ιερός Χρυσόστομος: «Συ, ει μηδέν έτερον, αυτό γουν το Βιβλίον αιδέσθητι, ο προτείνεις εις όρκον. Το Ευαγγέλιον, ο μετά χείρας φέρεις και κελεύεις ομνύναι, ανάπτυξον και ακούσας τι περί όρκου ο Χριστός εκεί διαλέγεται, φρίξον και απόστηθι. Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς: Ω της ύβρεως! Ω της παροινίας!»

Ο ίδιος πάλι : «Τι έχει να κάμη τινάς όταν ήναι ανάγκη δια να ομόση; Όπου είναι παράβασις νόμου, εκεί δεν χωρεί καμμία ανάγκη. Και είναι δυνατόν (μου λέγει) τελείως να μη ομνύει τινάς; Τι λέγεις; Ο Θεός επρόσταξε, και συ ερωτάς, αν ήναι δυνατόν να φυλάξης την προσταγήν του; Περισσότερον είναι αδύνατον το να μη φυλάξης την προσταγήν του, παρά το να την φυλάξης.»

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «Φεύξη τον όρκον τελείως»

Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης: αναλύοντας τον  ΨΔ’ Κανόνα της εν Τρουλω  Οικουμενικής Συνόδου μας λέει «ου μόνοι δε οι κατά την συνηθειών των Ελλήνων γινόμενοι όρκοι είναι εμποδισμένοι από τους Χριστιανούς, αλλά και κάθε απλός όρκος».

Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν αμφιβολία ότι τόσο στην Καινή Διαθήκη όσο και μεταξύ των Πατέρων υπάρχει ένα  consensus patrum, σχετικά με το ανεπίτρεπτο του Θρησκευτικού όρκου. Μάλιστα η επιτακτική χρήση από τους Πατέρες αλλά και στα χωρία της Καινής Διαθήκης όρων όπως «καθ’ άπαξ», «τελείως» οδηγεί  προς την υιοθέτηση της άποψης περί της απαγόρευσης του όρκου ενώπιον των αρχών του Κράτους αλλά και στις μεταξύ μας σχέσεις ως Χριστιανών.

Πριν ολοκληρώσω οφείλω να μεταφέρω και την αντίθετη άποψη ενός σύγχρονου Αγίου, του Νεκταρίου Πανταπολεως ο όποιος  αντίθετα από όλους και όλα τα προηγούμενα μας μεταφέρει  ότι όρκος που δεν είναι συμβατός και απαγορεύεται για τον Χριστιανό είναι αυτός, αποκλειστικά στις μεταξύ του σχέσεις και όχι ενώπιων των Αρχών.

 Σαφέστατα  η άποψη του Αγίου Νεκταρίου είναι σοβαρή και αποτελεί  λόγο ενός μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας πλην όμως Θεολογικά εξετάζοντας την όπως  και  κάθε άλλου Πατέρα ή Αγίου τον λόγο  μεμονωμένα (μη ύπαρξη τουconsensus partum) δεν μπορεί αυτή να αποτελεί οδηγό.

Εν τέλη κλείνοντας νομίζω ότι με το παρόν εκφράζω την συντριπτική μερίδα των θεολόγων ιεραρχών, ιερέων και ακαδημαϊκών ειδικά των ειδικών στο εκκλησιαστικό Δίκαιο, κανονικό Δίκαιο, εκκλησιαστικό πρωτόκολλο και εθιμοτυπία άρα τους πλέον αρμόδιους να φέρουν άποψη τεχνική και ουσιαστική ευχόμενος  σύντομα η Εκκλησία εν συνόλω αποφανθεί καταλυτικά μη επιτρέποντας πλέον κατά το δοκούν άσκηση  «πολιτικής των τροπαρίων» στην οποία  όλοι μας αρεσκόμαστε.

Παραδείγματα όρκων στην ελληνική έννομη τάξη

–       Ο Όρκος των αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  Εγκύκλιος 89 Απόφαση 59847/21-8-2019

 «Ορκίζομαι να είμαι πιστός στην πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου».

ή

 «Δηλώνω στην τιμή και στη συνείδησή μου να είμαι πιστός στην πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου».

Αιρετοί που επιθυμούν να καταθέσουν άλλη δήλωση όρκου μπορούν να την καταθέσουν στο πρωτόκολλο του Δήμου, εφόσον έχουν προηγουμένως ορκιστεί με έναν από τους ανωτέρω

 –                      Άρθρο 33 παράγραφος 2 του Συντάγματος

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, δίνει ενώπιον της Βουλής τον ακόλουθο όρκο:

«Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Χώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού Λαού»

–             Άρθρο 59 . παράγραφοι 1,2 και 3 του Συντάγματος

Oι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους δίνουν στο Κοινοβούλιο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο:

«1. Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου».

  1. Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος.

  1. Βουλευτές που ανακηρύσσονται όταν η Βουλή απουσιάζει δίνουν τον όρκο στο Τμήμα της που λειτουργεί.